"Παρασκευή 21 Φλεβάρη. Σήμερα συμπίπτουν η μέρα της εβδομάδας και η μέρα του μήνα που η ζωή μου δέχτηκε το χειρότερο πλήγμα για μια μάνα-την απώλεια του παιδιού της.
Κάθε μέρα και νύχτα είναι στη σκέψη μου και η συνειδητοποίηση του θανάτου του με χτυπά σαν χαστούκι και κάνει την καρδιά μου να σφυροκοπα από τα συναισθήματα που την κατακλύζουν.
Σκέφτομαι πώς θα ήταν σήμερα αλλά κυρίως τι θα έκανε. Μέσα στο ζοφο που ζούμε τα τελευταία χρόνια αυτήν την καταφορη υποτίμηση της νοημοσύνης μας και την παντελή έλλειψη ανθρωπισμού και συμπόνιας από αυτούς που είναι ταγμένοι να κρατούν ψηλά την αξία της ανθρώπινης ζωής και το δικαίωμα σε μια ελεύθερη και βιώσιμη ζωή ο Ζακ θα ήταν εκεί σε όλους τους αγώνες, τις πορείες, τις διαμαρτυρίες. Τα αεικίνητα πόδια του θα τον πήγαιναν όπου έπρεπε να είναι, η φωνή του θα ακουγόταν δυνατά και το χέρι του δεν θα σταματούσε ούτε μέρα να γράφει και να καταδικάζει κάθε πράξη βίας και αδιαφορίας, κάθε ρατσιστικό ή σεξιστικό λόγο, καθε πικρόχολο και μισανθρωπικο σχόλιο.
Δεν ξεχνάμε κανέναν αδικοχαμένο νεκρό όπως δεν ξεχνάμε και κανένα θύτη, υποστηρικτή και μισανθρωπο που έχει την ψευδαίσθηση ότι η δύναμη, τα λεφτά ή η κοινωνική του θέση θα του αγοράσει τη χαμένη αξιοπρέπεια του ή θα τον απαλλάξει από τις ευθύνες και θα ξεπλύνει τα αιματοβαμμενα χέρια του."
Ελένη Κωστοπούλου - Μητέρα ZackieOh
#JusticeFor Zak/Zackie
Ηχοληψία, Μίξη | Δημήτρης Δημητριάδης
Φωτογραφία, Σκηνοθεσία | Άκης Χρήστου
Μαρία Παπαγεωργίου | guitar looping, bass overdubbed
Στίχοι | Μουσική: Σπύρος Γραμμένος
από το δίσκο "Δισκός σας" (2021)
Τα βράδια ντύνεται η ψυχή μου κορίτσι, στολίζεται
Βγαίνει στους δρόμους, τραγουδάει, χορεύει, ψωνίζεται
Περνάει μια βόλτα από το κέντρο και πάει στα προάστια
Φοράει τα ρούχα της μαμάς κι ας της είναι τεράστια
Μιλάει σε αγνώστους και φλερτάρει με τύπους και τύπισσες
Θυμάται ακόμα που την έφτυσες και που τη χτύπησες
Πίνει ποτά από τα τραπέζια εκείνων που φεύγουνε
Μπαίνει σε άσχετες παρέες μα την αποφεύγουνε
Μονάχα απαίσιοι, γλοιώδεις, την παίρνουν στα γόνατα
Την πασπατεύουν, τη σαλιώνουν, της κάνουν δαγκώματα
Αυτή σιχαίνεται, ουρλιάζει και πέφτει στο πάτωμα
Γύρω γελάν και τη χλευάζουν ηλίθια άτομα
Και καταλήγει μες στον δρόμο ιδρωμένη απ’ τη μάχη της
Να μην την παίρνουν τα ταξί και να κλαίει μονάχη της
Πασαλειμμένη με κραγιόνια, με ρουζ και με μάσκαρες
Να τη ρωτάν περαστικοί «Βρε ψυχή μου πού τράκαρες;»
Και να τη βρίσκει η ανατολή σ’ ένα πάρκο να κείτεται
Από φωτιές από σεισμούς και πολέμους να πλήττεται
Να αιμορραγεί και να ζητάει να γυρίσει στο σπίτι της
Σε κάποιο σπίτι, μιας πόλης, νεκρής ακατοίκητης