Κώστας Γεωργουσόπουλος 1937-2024 ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ
ΠΡΩΤΟ ΑΠΟ 3 ΜΕΡΗ Δαυίδ Ναχμίας ΤΙΜΗΣ ΕΝΕΚΕΝ
η εκπομπή μεταδόθηκε απ' το Τρίτο Πρόγραμμα εκτάκτως 11/12/24
Ο Κώστας Γεωργουσόπουλος, στην πνευματική διαδρομή του, ανέδειξε μια προσέγγιση που συνδυάζει την ακαδημαϊκή αυστηρότητα με τη γνήσια ευαισθησία απέναντι στο κείμενο και τη σκηνική του υπόσταση. Αντλώντας από την αρχαία ελληνική κληρονομιά, δεν περιορίστηκε στην αξιοθαύμαστη γνώση της, αλλά τη χρησιμοποίησε ως γόνιμο έδαφος για να αναστοχαστεί τις σύγχρονες μορφές τέχνης. Σε αυτόν τον αναστοχασμό αναδεικνύεται η έντονη πίστη του στη δυνατότητα της γλώσσας να παραμένει ζωντανή, υπακούοντας σε αέναους ρυθμούς εξέλιξης και ανανέωσης. Η αφοσίωσή του στο θέατρο, ως ζωντανό εργαστήριο ιδεών, αρκεί για να αντιληφθούμε ότι η δημιουργία —και η κριτική που τη συνοδεύει— δεν είναι πάγωμα της έμπνευσης, αλλά συνεχής διάλογος με τις πιο βαθιές πνευματικές ρίζες μιας κοινωνίας.
Όταν ασκούσε κριτική, ο λόγος του δεν επιδίωκε τη στεγνή καταδίκη ή την αβασάνιστη επαίνεση, αλλά μια διάγνωση της ουσίας κάθε έργου. Σε μια εποχή που συχνά γίνεται θύμα της εύκολης εντυπωσιοθηρίας, ο Γεωργουσόπουλος υπενθύμισε πως η αυστηρότητα του κριτικού είναι άρρηκτα δεμένη με την ευθύνη του να παιδεύει — να κατευθύνει το κοινό στην ανάγνωση και την ερμηνεία της πνευματικής παραγωγής. Το θέατρο, ως πεδίο βιωματικής συνάντησης λόγου και πράξης, βρήκε στον Γεωργουσόπουλο έναν βαθύ μελετητή που αναζητούσε πίσω από τους ρόλους και τις σκηνικές τεχνικές, τον πυρήνα της ανθρώπινης εμπειρίας.
Η σύνδεση που επιχειρούσε ανάμεσα στο κλασικό και το σύγχρονο μαρτυρά όχι μόνο την ιστορική του ευαισθησία, αλλά και την πεποίθηση ότι κάθε νέο αφήγημα ανθίζει αληθινά όταν μπολιάζεται δημιουργικά από τις παραδόσεις που το γέννησαν. Γι’ αυτόν, το αρχαίο δράμα, η ποίηση και τα κείμενα της ελληνικής γραμματείας δεν είναι άψυχα μνημεία, αλλά αστείρευτες πηγές ενόρασης. Παράλληλα, δεν παρέλειπε να δείχνει πώς η προσπάθεια αέναης πρωτοτυπίας χωρίς εσωτερικό θεμέλιο καταλήγει σε μια αναιμική νεοτεριστική στάση. Με τον τρόπο αυτό, ο Γεωργουσόπουλος έγινε μια φωνή υπεράσπισης της συνέχειας, κόντρα σε όσους αντιμετωπίζουν την παράδοση ως εμπόδιο κι όχι ως εφαλτήριο.
Η βαθύτερη σοφία των κειμένων του έγκειται στην άρνησή του να αποκοπεί από την εκπαιδευτική διάσταση της τέχνης. Δεν έβλεπε το θέατρο απλώς ως ψυχαγωγία, αλλά ως ένα όχημα που δύναται να αφυπνίσει τη συλλογική και ατομική συνείδηση. Οι μεταφράσεις του αρχαίου δράματος, για παράδειγμα, αποτέλεσαν παραδείγματα σεβασμού προς το πρωτότυπο, ενώ ταυτόχρονα πρότειναν μια νέα γλώσσα, φρέσκια και προσβάσιμη στη σύγχρονη οπτική. Σε αυτό φανερώνεται μια εκλεπτυσμένη αντίληψη της γλωσσικής μας κληρονομιάς: παράδοση και καινοτομία συνυπάρχουν σε μια διαδικασία διαρκούς γέννησης νοημάτων, όπου το παρελθόν δεν αποτελεί εμπόδιο, αλλά συμπαίκτη στην ερμηνευτική πράξη.
Ο Γεωργουσόπουλος εμβάθυνε επίσης στις σκοτεινές πτυχές της ανθρώπινης κατάστασης, αναδεικνύοντας πώς η υψηλή τέχνη συνομιλεί με την ηθική, την υπαρξιακή αγωνία και την κοινωνική ευθύνη. Η στοχαστική του ματιά τον έκανε να υιοθετεί συχνά μια ευρύτερη φιλοσοφική οπτική, στην οποία το θέατρο γίνεται μια προβολή της ζωής, με όλα τα άλυτα ερωτήματά της και τις ασύμμετρες συγκρούσεις της. Ωστόσο, ακόμα και σε αυτήν τη διάσταση, δεν εγκλωβιζόταν σε μια αφηρημένη θεωρητικότητα∙ η κριτική του έμεινε ζωντανή, γεμάτη έγνοια για την καθημερινή πραγματικότητα, για τους συντελεστές της τέχνης και για τον ρόλο που διαδραματίζουν οι πολιτιστικοί θεσμοί στη μόρφωση του πολίτη.
Εκείνο, όμως, που ξεχωρίζει περισσότερο είναι ο τρόπος με τον οποίο ο λόγος του κατάφερε να ενώνει τη στοχαστικότητα με τη λαϊκότητα, μια λαϊκότητα που δεν σημαίνει επιφανειακή πρόσληψη, αλλά στοχεύει στον πυρήνα της συλλογικής ψυχής. Με άλλα λόγια, ο Γεωργουσόπουλος ήταν ένας προσιτός δάσκαλος, ακόμα κι όταν εξέθετε τις πιο πολυσύνθετες ιδέες, επειδή η σκέψη του αναδυόταν οργανικά από τη βαθιά αφοσίωση στην ανθρώπινη έκφραση. Έτσι, η συμβολή του παραμένει πολύτιμη: μας διδάσκει πώς να διαφυλάττουμε τη γνησιότητα του πνευματικού λόγου, χωρίς να κλεινόμαστε σε στεγανά, πώς να αναζητούμε την ουσία του έργου τέχνης, χωρίς να παραγνωρίζουμε τις λεπτομέρειες που το συγκροτούν.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο Γεωργουσόπουλος δεν ήταν απλώς ένας θεατρικός κριτικός· υπήρξε, με τρόπο βαθύτερο, ένας συνομιλητής όλων εκείνων που αναζητούν το νόημα της τέχνης σε έναν κόσμο διαρκούς μεταβολής. Η επιμονή του να βρει την εσωτερική φωνή ενός έργου, να ιχνηλατήσει τις διαδρομές της γλώσσας μέσα στον χρόνο και να τις συνδέσει με το παρόν, φωτίζει διαχρονικά τη σημασία του να μένουμε ανοιχτοί στη μάθηση, μακριά από δογματισμούς και ευκολίες. Με το παράδειγμά του, αναδεικνύεται η ακατάπαυστη συνάντηση της διανόησης με το βίωμα, της παράδοσης με την τόλμη, και της αυστηρότητας με την τρυφερότητα απέναντι στον άνθρωπο και τα έργα του.
Δαυίδ Ναχμίας